καριγιόν

καριγιόν
(carillon). Μουσικό όργανο που αποτελείται από μια σειρά καμπάνες με γλωσσίδια στο εξωτερικό τους μέρος. Τα γλωσσίδια –που λειτουργούν αυτόματα με μηχανικά μέσα ή και με το χέρι– με πλήκτρα χτυπούν στα εξωτερικά τους τοιχώματα μια σειρά από μικρές καμπάνες. Οι καμπάνες αυτές είναι ρυθμισμένες ώστε να παράγουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα και να επιτυγχάνουν έτσι την εκτέλεση απλών μελωδιών. Τα κ., που ίσως προέρχονται από ανάλογο αρχαίο κινεζικό όργανο, τοποθετούνταν στα καμπαναριά ήδη από τον Μεσαίωνα και ήταν πολύ διαδεδομένα στη Φλάνδρα, όπου οι πόλεις Αλόστ και Μπριζ διεκδικούν ακόμα τα πρωτεία. Κ. ονομάζεται επίσης και ένας μηχανισμός που αποτελείται από λεπτά μεταλλικά ελάσματα, ρυθμισμένα ώστε να παράγουν πλήρεις χρωματικές κλίμακες και τοποθετημένα μπροστά σε έναν οδοντωτό κύλινδρο, που στρέφεται με ελατήριο. Τα δόντια του είναι διατεταγμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε με την κίνηση να προκαλούν παλμούς στα ελάσματα· έτσι παράγεται μια διαδοχική σειρά ήχων, το σύνολο των οποίων δημιουργεί μια σύντομη μελωδία που επαναλαμβάνεται στην κάθε περιστροφή του κυλίνδρου. Ένα ενδιαφέρον ηχητικό παιχνίδι με κ. συναντάται στην όπερα του Μότσαρτ Ο μαγεμένος αυλός. Καριγιόν του καθεδρικού ναού της Μεσσήνης στην Ιταλία. Καριγιόν που κουρδίζεται με ελατήριο· ο κύλινδρος, με την περιστροφή του, κάνει τα μικρά ελάσματα να πάλλονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”